- οίνος
- ο (ΑΜ οἶνος)1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔβ. «άκρατος οίνος» — ανέρωτο κρασίγ. «ρητινίτης οίνος»)2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού χυμού διαφόρων καρπών (α. «μηλίτης οίνος» — είδος κρασιού που παρασκευάζεται με τη ζύμωση χυμού μήλωνβ. «οἴνῳ δὲ ἐκ κριθέων πεποιημένῳ διαχρέωνται», Ηρόδ.)αρχ.1. οινοποσία, συμπόσιο («ἡμεῑς δ' ἐν οἴνῳ ξυμπόται σοφώτατοι», Αριστοφ.)2. τόπος όπου πωλείται κρασί («τρέχ' ἐς τὸν oἶνον», Αριστοφ.)3. ως κύριο όν. ὁ Οἶνοςο θεός τού οίνου Διόσυνος4. παροιμ. α) «οἶνος... τὸ φρονεῑν ἐπισκοτεῑ» — όταν κάποιος πίνει κρασί χάνει τη σύνεση και τη νηφαλιότητά τουβ) «οἶνος καὶ ἀλάθεια» — από κάποιον που έχει πιει κρασί μπορεί να μάθεις την αλήθειαγ) «οἶνος τὸν οἶνον εξελαύνει» — νέα οινοποσία διώχνει τη μέθη από την παλιά (Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. που απαντά σε όλες τις γλώσσες τής Μεσογείου, εξαιτίας τής ευρύτατης διάδοσης τής καλλιέργειας και επεξεργασίας τού σταφυλιού. Γεννώνται, ωστόσο, δύο βασικά προβλήματα σχετικά με τους τ. στις διάφορες γλώσσες: α) η γλώσσα καταγωγής τους και β) κατά πόσο οι τ. αυτοί είναι ανεξάρτητοι μεταξύ τους ή αποτελούν δάνεια και από ποια γλώσσα. Το λατ. vinum, αφ' ενός λόγω τής διαφοράς τού φωνηεντισμού τού θέματος και, αφ' ετέρου, λόγω τής διαφοράς στο γένος αναφορικά προ το ελλ. οἶνος, δεν πρέπει να θεωρηθεί δάνειο από την Ελληνική. Αντίθετα, το ομβρ. vinu πρέπει να είναι δάνειο από τη Λατινική. Τα αρμ. gini, αλβ. venē και χεττιτ. wiyana / wa(i)ana επίσης πρέπει να είναι δάνεια, αλλά αμφισβητείται η γλώσσα προέλευσης τους. Η σημιτική γλώσσα, εξάλλου, έχει δανειστεί τη λ. (πρβλ. αραβ. wain, εβρ. jajin, ασσυρ. -inu). Πολλοί θεωρούν ότι οι τ. τής Κελτικής (πρβλ. αρχ. ιρλδ. fin, γαλατ. gwin) και Γερμανικής (πρβλ. γοτθ. wein) είναι δάνεια από το λατ. vinum. Από τη Λατινική ή τη Γερμανική επίσης έχει δανειστεί τη λ. η Σλαβική (πρβλ. αρχ. σλαν. vino), ενώ δάνειο από τη Σλαβική θεωρείται το λιθουαν. vӯnas. Εκτός από τα προηγούμενα, αβέβαιη παραμένει και η γλώσσα της αρχικής προέλευσης τής λ. οἶνος. Κατά μία άποψη, η λ. ανάγεται σε μία πολύ αρχαία φάση τής ΙΕ γλώσσας που μαρτυρείται στη ρίζα *wei- «κάμπτω, λυγίζω» (πρβλ. ίτυς και λατ. vĩtis). Ωστόσο, πιθανότερη φαίνεται η άποψη ότι η λ. δεν έχει ινδοευρωπαϊκή ρίζα και ότι προέρχεται από κάποια γλώσσα τής περιοχής νότια τού Καυκάσου, όπου και θα πρέπει να πρωτοκαλλιεργήθηκε το αμπέλι (βλ. και λ. κρασί).ΠΑΡ. οινικός, οινώδης, οινών(ας), οινωπόςαρχ.Fοίνακες, οίναρον, Fοινέες, οινεύομαι, οίνη (I), οινηρός, οινίδιον, οινίζω, οίνινος, οινίσκος, οινόεις, οινώ, οίνωτροναρχ.-μσν.οινάριον, οινάς.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό)οινέμπορος, οινοβαρής, οινοβαφής, οινόγαλα, οινογεύστης, οινοειδής, οινομανής, οινόμελι, οινοποιός, οινοπότης, οινοπώλης, οινόφλυξ, οινοφόρος, οινοχαρής, οινοχόη, οινοχόος, οινόχρουςαρχ.οιναγγείον, οινάγρα, οιναγωγός, οινάλμη, οιναχθής, οινεραστής, οινηγός, οινήρυσις, οινοβλαβής, οινοβρεχής, οινοβρώς, οινόγαρον, οινοδόκος, οινοδότης, οινοδόχος, οινοδυνάστης, οινοηθητής, οινοθήρας, οινοκάπηλος, οινοκηκίς, οινόληπτος, οινόμαχλος, οινομετρώ, οινομήτωρ, οινοπέπαντος, οινοπίπης, οινοπλάνητος, οινόπληκτος, οινοπόλος, οινοπόρος, οινόσπουδος, οινοσσόος, οινοτόκος, οινοτροπικός, οινοτρόποι, οινοτρόφος, οινουργώ, οινοφαγία, οινοφερής, οινόφιλος, οινοφύλαξ, οινόφυτος, οινοχίτων, οινοχοεύς, οινόχρως, οινόχυτος, οίνοψ, οινοφυκτήρ, οινώνης, οινωροί, οινώψ(αρχ. μσν.) οινέλαιον, οινοθήκη, οινόκρεον, οινόπεδος, οινοπληθής, οινοπλήξ, οινοπράτης, οινόπτης, οινοχειριστήςμσν.οιναρχείον, οινολίβανος, οινομύρσινον, οινότευκτοςνεοελλ.οιναγορά, οιναποθήκη, οινοβάρελο, οινοβαρόμετρο, οινογραφία, οινοκύτταρο, οινολάσπη, οινολόγος, οινομάγειρος, οινομετρία, οινόμετρο, οινόμικτος, οινοπαραγωγή, οινοπαραγωγός, οινόπνευμα, οινοσκόπιο. (Β' συνθετικό) αρχ. άοινος, δύσοινος, ένοινος, έξοινος, εύοινος, ηδύοινος, θέοινος, κάτοικος, μίσοινος, πάροινος, πολύοινος, υπέροινος, ύποινος, φερέοινος, φίλοινος].
Dictionary of Greek. 2013.